- ατολμία
- Έλλειψη τόλμης, δειλία. Στην ψυχιατρική, α. λέγεται η ψυχολογική ανεπάρκεια που φέρνει διαταραχές στη βούληση, τη διανόηση και την κίνηση (αδεξιότητα). Η α. οφείλεται ή σε απότομους ψυχονευρικούς κλονισμούς ατόμων που παρουσιάζουν βλάβες του περιφερικού νευρικού συστήματος και του ενδοεκκριτικού ή και σε κληρονομικότητα. Με τις συνθήκες αυτές η α. παρουσιάζεται από τη μικρή ηλικία, με χαρακτηριστικά σημεία τη νωθρότητα, την εύκολη κούραση, την αδεξιότητα στις κινήσεις, κεφαλαλγίες, τρόμο των άκρων, μελαγχολία, αναποφασιστικότητα και έλλειψη αντίστασης. Η κατάσταση αυτή είναι οξύτερη στην περίοδο της εφηβείας και στην ώριμη ηλικία το άτομο που υποφέρει από α. γίνεται τελικά ανίκανο για οποιαδήποτε δράση.
* * *και ατολμία, η (AM ἀτολμία) [άτολμος]έλλειψη τόλμης, δειλία.
Dictionary of Greek. 2013.